φθονερως

φθονερως
    φθονερῶς
    из зависти, завистливо, недоброжелательно Xen.
    

φ. ἔχειν πρός τινα Plat. — завидовать кому-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φθονερως" в других словарях:

  • φθονερώς — φθονερῶς ΝΜΑ, και φθονερά Ν βλ. φθονερός …   Dictionary of Greek

  • φθονερῶς — φθονερός envious adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθονερός — ή, ό / φθονερός, ά, όν, ΝΜΑ, και φτονερός, ή, ό, Ν (για πρόσ.) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο νεοελλ. αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά λόγια») μσν. αρχ. (για αισθήματα) δυσμενής αρχ. 1. χαρακτηρισμός τών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»